χρυσότοξος

χρυσότοξος
χρῡσότοξος , χρυσότοξος
with bow of gold
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χρυσότοξος — ον, Α (για τον Απόλλωνα) αυτός που κρατάει χρυσό τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + τοξος (< τόξον), πρβλ. ἀργυρό τοξος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσότοξον — χρῡσότοξον , χρυσότοξος with bow of gold masc/fem acc sg χρῡσότοξον , χρυσότοξος with bow of gold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εννυχεύω — ἐννυχεύω (Α) [έννυχος] 1. διανυκτερεύω, κοιμάμαι κάπου 2. μτφ. διαμένω, διατρίβω κάπου («Ἔρως ὅς ἐν μαλακαῑς παρειαῑς νεάνιδος ἐννυχεύεις», Σοφ.) 3. (για αστέρια) δύω, δύνω («πότ ἐννυχεύει χρυσότοξος Ὠρίων», Αίσωπ.) …   Dictionary of Greek

  • χρυσοτόξου — χρῡσοτόξου , χρυσότοξος with bow of gold masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”